- πλατσουρίζω
- πλατσουρίζω, πλατσούρισα βλ. πίν. 33
και πρβλ. πλατσουράω
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πλατσουρίζω — και πλατσαρίζω Ν (κυρίως για μικρά παιδιά) βουτώ και παίζω με τα νερά, και κυρίως με τα λασπόνερα, τσαλαβουτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.] … Dictionary of Greek
πλατσούρισμα — και πλατσάρισμα, το, Ν [πλατσουρίζω] (κυρίως σχετικά με τα μικρά παιδιά) το βούτηγμα και τα παιχνίδια με τα νερά, και κυρίως τα λασπόνερα, το τσαλαβούτημα … Dictionary of Greek